- τραγειά
- και τραγεία και τράγεια, η, Νδέρμα, δορά τράγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. τράγειος με αλλαγή τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγείᾳ — τραγείᾱͅ , τράγειος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγεια — τράγειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγείας — τραγείᾱς , τράγειος of fem acc pl τραγείᾱς , τράγειος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγειος — α, ο / τράγειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και τράγιος, (ί)α, ον ΝΜ, και τράγεος, έα, ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α [τράγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ … Dictionary of Greek
τραγόδερμα — το, Ν δέρμα τράγου, τράγειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + δέρμα] … Dictionary of Greek